Share |

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Κωνσταντίνος Ρωμανός: Ελληνικό Έθνος ή Πολυπολιτισμός;

Γιατί να ακολουθήσουμε τους Γάλλους που προβαίνουν σε απελάσεις λαθρομεταναστών; Εμείς οι Έλληνες είμαστε ανθρωπιστές. Όχι βέβαια για τις άνεργες Ελληνίδες, αλλά για τις δεσποινίδες χωρίς χαρτιά από τη Sierra Leone.

8/4/2011

(Ομιλία στην Ημερίδα «Ιων Δραγούμης και Ελληνισμός», Παλαιά Βουλή, 24-9-08)


Κυρίες και Κύριοι,
Σήμερα βιώνουμε στην Ελλάδα μια μοναδική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ενορχηστρωμένη επίθεση κατά του έθνους, τόσο σε θεωρητικό όσο σε πολιτικό επίπεδο.
Από τους κουκουλοφόρους και λοιπούς οπαδούς της τηλεκατευθυνόμενης αναρχίας (συμπεριλαμβανομένων μεγάλου αριθμού δήθεν οικολογικών ομάδων από τις οποίες δεν θα περίμενε κανείς να έχουν άποψη επί του θέματος) έως το κόμμα του Συνασπισμού, τον αρχηγό και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, του κυβερνώντος κόμματος ,αλλά και από μεγάλο αριθμό μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας ακούμε τα τελευταία χρόνια όσα επιχειρήματα της σύγχρονης αγγλοσαξονικής βιβλιογραφίας μεταπρατικά εισήλθαν στον ελληνικό χώρο, (αλλά και της παλαιότερης διεθνιστικής φιλολογίας του αριστερού χώρου κατά τον 19ο και αρχές του 20ου αιώνα) για να πλήξουν την ιδέα του έθνους. Σημειωτέον ότι η εκστρατεία αυτή απεχθάνεται τον επιστημονικό διάλογο και έχει καθαρά δημαγωγικό –συνθηματολογικό χαρακτήρα σταυροφορίας από θέσεως ισχύος. Αυτή η στάση είναι γνωστή από την πολιτική – στη χειρότερή της εκδοχή – αλλά ανάξια του επιστημονικού προσωπικού της χώρας.
Εν τούτοις με την απόλυτη συνεργία των κεντρικών ΜΜΕ, την δράση μη κυβερνητικών οργανώσεων και άφθονες επιδοτήσεις, την πλύση εγκεφάλου, επί μια δεκαετία, των νέων δασκάλων στα παιδαγωγικά τμήματα των πανεπιστημίων, η προπαγάνδα κατά του έθνους έχει ήδη επιδράσει βαθειά σε μεγάλα τμήματα της νεολαίας. Με την αρωγή δε του Υπουργείου Παιδείας και των νέων σχολικών βιβλίων που εισήχθησαν στα σχολεία το 2006, όπου πλέον είχε δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα διδασκόντων ανεθνικών «πολυπολιτισμικών» πεποιθήσεων εναρμονισμένων με αυτές των νέων βιβλίων, η αποδόμηση της εθνικής αρχής γίνεται πλέον στην Ελλάδα με ορίζοντα μέλλοντος κεντρικό στοιχείο της πολιτικής μας παιδείας.
Έτσι π.χ. τα έθνη έξαφνα αποκαλούνται, από τους ίδιους οικολόγους που τραγουδούν το αθώο τραγουδάκι «είμαστε όλοι παιδιά της Γής», «κηλίδες αίματος στο πρόσωπο της γης (!)» θέση η οποία θεραπεύεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο από καθηγητές όπως π.χ. η κκ. Ρεπούση, Φραγκουδάκη, Θ. Δραγώνα , Α. Λιάκος, κλπ. Εδώ αφ`ενός προβάλεται η Γη ως φυσικό μέγα οικοσύστημα που εμπεριέχει όλα τα επιμέρους αλληλεξαρτώμενα οικοσυστήματα με τον άνθρωπο μέσα σ` αυτά, αφ` ετέρου διαπλέκεται αριστοτεχνικά με την πολιτική έννοια της «κοσμόπολης» ως κοινής δήθεν πατρίδας όλων των ανεθνικών κοσμοπολιτών του ελλαδικού χώρου. Η έννοια «Γη» εισάγεται επομένως ως υποκατάστατο της ελληνικής πατρίδας, η οποία ως «κηλίδα αίματος»,δηλαδή έθνος, είναι δηθεν ηθικά απαράδεκτη.
Ακούγεται ότι 1200 οργανώσεις με αυτά τα πιστεύω δρούν ήδη στην Ελλάδα, από την Κρήτη ως την Κομοτηνή. Η ύπαρξη τους αποτελεί μνημείο των μεθόδων αποσάθρωσης της εθνικής αρχής, όπως αυτές που υπο τον όρο «soft power» των ΗΠΑ περιγράφονται διεξοδικα από τον καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστο. Γεννάται εδώ το ερώτημα : τι έχουν πράξει καθ` όλο το χρονικό αυτό διάστημα κατίσχυσης του αντεθνισμού εκεινοι οι Έλληνες επιστήμονες που δεν έχουν αμέσως ή εμμέσως εξαγορασθεί, προκειμένου να εκφέρουν τον από τον ελληνικό λαό δικαίως αναμενόμενο αντίλογο σ` αυτό το εισαγομενο συνοθύλευμα εντέχνως δομημένων ασυναρτησιών; Γιατί δεν υπέδειξε η σοβαρή ελληνική επιστήμη ότι ο όρος «κοσμοπολιτισμός» και «κοσμόπολις» είναι όροι στωϊκοί της ελληνικής φιλοσοφίας, δηλαδή από την πολιτισμένη ανθρωπότητα γενικώς αναγνωρισμένη κατάκτηση του ελληνικού πνεύματος του Ανθρωπισμού (το ίδιο ακριβως ισχυει για τον όρο «οικουμένη» (κατοικημένη γη), οικουμενικός και οικουμενικότητα που έχουν υιοθετήσει οι χριστιανικές εκκλησίες). Κατά ποιαν λογική ταυτίζεται από τους ανελλήνιστους μεταπράτες ο ελληνισμός με την έννοια του στενού τοπικισμού και βρίσκεται δήθεν σε αντίθεση με το ιδανικό της οικουμενικότητας?
Γιατί , περαιτέρω, δεν κατεδείχθη, όπως π.χ. στον συλλογικό τόμο της Martha Nussbaum «Πατριωτισμός ή κοσμοπολιτισμός;» αποσαφήνισαν σοβαροί δυτικοί στοχαστές, (όπως άλλωστε πολύ πριν από αυτούς ο στωικός φιλόσοφος Ιεροκλής) ότι η αγάπη του τόπου όπου γεννιέται και ανδρώνεται ο άνθρωπος (κατά προέκταση της οικείωσης προς εαυτόν) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να φθάσει κανείς στην αγάπη της ανθρωπότητας; Γιατί επιτρέψαμε η αγάπη του οικείου και των δικών μας ανθρώπων να δυσφημισθεί, όπως το θέλει η προπαγάνδα, ως συνώνυμο του εγωισμού, σε αντιθετική δήθεν σχέση με την αγάπη του Άλλου, τον αλτρουισμό; Γιατί δεν φροντίσαμε να καταδείξουμε στους μεταπράτες κακοχωνεμένων φιλοσοφημάτων ότι η αγάπη που συνέχει την κοινότητα των ομοίων, των ανθρώπων με κοινή καταγωγή,(« το ομογενές προς το ομογενές» των στωικών) όχι μόνον δεν αποτελεί «ρατσισμό» και «ξενοφοβία» αλλά είναι, αντιθέτως, ως αφετηρία της φυσικής κίνησης της ολοένα επεκτεινόμενης από το κέντρο προς την περιφέρεια .Συμπάθειας (μιας έννοιας που ανέπτυξε συστηματικά ο στωικός φιλόσοφος Ποσειδώνιος) αναγκαία προϋπόθεση για την αγάπη της ανθρωπότητας ολάκαιρης, προϋπόθεση του Ανθρωπισμού; Γιατί επιτρέψαμε στην προπαγάνδα να μεταλλάξει την ελληνική φιλοξενία σε ξενοφιλία, την οικείωση σε αλλοτρίωση; Γιατί επιτρέψαμε να δυσφημιστεί αναίσχυντα ο ελληνικός οικουμενισμός ως δήθεν «στείρος ελληνοκεντρισμός»; Γιατί δεν διακρίναμε εγκαίρως ότι στόχος της αλλοκεντρικής, «πολυπολιτισμικής» προπαγάνδας είναι στην πραγματικότητα η απόρριψη των δικών μας ανθρώπων, η οικειοφοβία; Προς αυτήν την κατεύθυνση παραπέμπει και το σύνθημα « είμαστε όλοι μετανάστες!»
Ακόμα και ανώτατοι πολιτικοί αξιωματούχοι εκόντες-άκοντες έχουν περιπέσει στην ως άνω σύγχυση. Έτσι π.χ. η νυν υπουργός εξωτερικών της Ελλάδος σε παρουσίαση βιβλίου που έγινε πριν λίγους μήνες στην Στοά του Βιβλίου είπε σε ομιλία της με θέμα τις «μακεδονικές ταυτότητες» ότι για να αγαπήσεις το δικό σου έθνος πρέπει να μισήσεις τα άλλα έθνη! (Κατήγγειλε την φιλοπατρία, δηλαδή ως ακραίο εθνικισμό). Δεν στάθηκε η κα. υπουργός να σκεφθεί αν αυτό δεν σημαίνει επίσης ότι και η φυσική αγάπη προς τον πατέρα της έχει κατά προέκταση ως προϋπόθεση το μίσος προς όλους τους άλλους πατέρες αυτής της Γής, πράγμα προφανές αστείο.
Χρεώνει η προπαγάνδα στα έθνη- κράτη όλους τους πολέμους και την επιθετικότητα αυτού του πλανήτη, ξεχνώντας ότι και πριν από τα έθνη-κράτη οι αυτοκρατορίες έκαναν πολέμους, αλλά και στα πλαίσια του ιδίου έθνους πχ των Ιταλών της Αναγέννησης ή. των Αρχαίων Ελλήνων πολέμους έκαναν και οι πόλεις –κράτη και πριν από αυτές οι πρωτόγονες φυλές επίσης με τον ίδιο ζήλο πολεμούσαν μεταξύ τους. Ο πόλεμος δεν εφευρέθηκε τα τελευταία διακόσια χρόνια, όταν δηλαδή στην Ευρώπη τα προϋπάρχοντα έθνη, έχοντας καταλύσει την δυναστική φεουδαρχική αρχή, θωράκισαν την αυτοδιάθεση τους δια της δημιουργίας ιδίας κρατικής εξουσίας. Ο πόλεμος είναι προαιώνιο κακό της ανθρωπότητας και οι μεγαλύτεροι σοφοί-ανθρωπιστές που ασχολήθηκαν με το τεράστιο αυτό πρόβλημα δεν στάθηκαν ικανοί να μεταβάλλουν αυτήν την κατάσταση.
Βέβαια βολεύει σήμερα η ψευτοεπιστημονική ταύτιση του φαινομένου του πολέμου με την αρχή του έθνους, γιατί; Διότι επιτρέπει να προβληθεί ο «πολυπολιτισμός», δηλαδή ο πολυεθνοτισμός ως φάρμακο και θεραπεία. Προβάλλεται ως αντίδοτο η ιδέα μιας κρατικής εξουσίας η οποία απορρέει δήθεν «δημοκρατικά» από πολλές συνιστώσες εθνότητες. Και αυτό στήνεται με σπουδή, μονομερώς και αποκλειστικά, στον δικό μας, μικρό ελληνικό χώρο , δηλαδή τον χώρο που χρειάζεται για την αναπαραγωγή του το ελληνικό γένος! Όμως η αρχή του ενός κράτους με πολλές συνιστώσες εθνότητες δεν είναι άλλο από την παλιά, γνωστή μας αρχή της αυτοκρατορίας, την αυτοκρατορική αρχή. Αν πιστέψουμε τον Νέγρι και την συζήτηση στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η αυτοκρατορία ξανάρχεται, η αυτοκρατορία ξαναχτυπάει. Ποιόν; μα τα έθνη-κράτη, που θέλουν την κρατική εξουσία φύλακα του έθνους, της ιδιοσυστασίας του πολιτισμού του και εγγυητή της μελλοντικής αναπαραγωγής του. Την αυτοκρατορική αρχή αποδόμησης του ελληνικού έθνους υπηρετούν λοιπόν οι ντόπιοι γενίτσαροι. Προς χάριν μιας ουτοπικής παγκόσμιας κυβέρνησης διαλύουν το υπαρκτό ελληνικό έθνος και τους φυσικούς δεσμούς της κοινωνίας των ανθρώπων πανάρχαιας κοινής καταγωγής που αποτελούν: το ένδοξο γένος των Ελλήνων, το δικό μας γένος!
Αν η Ελλάδα είναι να αποτελέσει σε μικρή κλίμακα προμαχώνα μιας προβαλλόμενης παγκόσμιας αυτοκρατορίας που θα διοικείται από κάποια – προς το παρόν ανεξιχνίαστη – υπερκυβέρνηση, αν η Ελλάδα προορίζεται μόνη αυτή από όλα τα έθνη της Ευρώπης να θυσιαστεί στον βωμό της αυτοκρατορικής αρχής και το ελληνικό γένος «διεθνοποιούμενο» να αυτοκτονήσει – ή να το «αυτοκτονήσουν» – θα αποτελέσει η θυσία αυτή άραγε μια συμβολή στην παγκόσμια ειρήνη στα πλαίσια μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας;
Όχι βέβαια, εφόσον όπως οξυδερκώς σημείωσε ο Παναγιώτης Κονδύλης και μέσα στα πλαίσια ενός παγκοσμίου κράτους δεν θα εξέλειπαν οι εμφύλιοι πόλεμοι! Δεν γνωρίζουμε τάχα από την ιστορία εμφυλίους πολέμους μέσα στα όρια των κρατών? Τι θα μπορούσε ν` αλλάξει σ` αυτό η τυχόν παγκοσμιοποίηση της αυτοκρατορικής αρχής; Μήπως η εφαρμογή της δικτατορίας στο υπερκράτος; (ο λόγος που ο διαφωτιστής φιλόσοφος Καντ απέρριψε στο σύγγραμμα «Αιώνια Ειρήνη» ένα παγκόσμιο υπερκράτος ως ευκταία προοπτική). Μήπως μια υπερσύχρονη δικτατορία γενετικών μεταλλάξεων και ελέγχου του νου του Ανθρώπου; Και είναι άραγε έτοιμοι οι ντόπιοι μεταπράτες της νεοταξίτικης κριτικής κατά του έθνους να διασφαλίσουν την παγκόσμια ειρήνη με τίμημα την ανθρώπινη ακεραιότητα και αξιοπρέπεια;
Αν κρίνουμε από τον συνωμοτικό, αυταρχικό τρόπο με τον οποίο επιβάλουν πραξικοπηματικά την μετάλλαξη του Έλληνα εις άλλον είδος, (μια μετάλλαξη όχι απλώς ιδεολογική – αντεθνική άπατρις ιδεολογία και παιδεία – αλλά και βιολογική δια της επιγαμίας με εκατομμύρια αλλοφύλων εποίκων-λαθρομεταναστών), αν κρίνουμε από τον οπορτουνισμό τους απέναντι στα καλέσματα της Υπερδύναμης, αν κρίνουμε από την δυσοσμία της «προδοσίας και της ασκήμιας» (Μίκης Θεοδωράκης) που συνοδεύει κάθε τους έκφραση, δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι η αλλοτρίωση που δόλια επιβάλλουν στο γένος των Ελλήνων είναι και δεν μπορεί παρά να είναι προάγγελος της αλλοτρίωσης του ανθρώπινου γένους στο σύνολό του.
Αν πέσει η Ελλάδα, αν εξαφανισθεί ο υπαρκτός Ελληνισμός, αν υπερισχύσουν εδώ οι δυνάμεις του χάους, θα έχει ανοίξει ο δρόμος για την πτώση της Ανθρωπότητας, τουλάχιστον της πολιτισμένης ανθρωπότητας όπως την συνέλαβε και εξέφρασε το Ελληνικό Πνεύμα στην νομοτέλειά της.
Μεγάλε Έλληνα, μεγάλε Ίωνα Δραγούμη!
Που είσαι σήμερα, την ώρα των νάνων του πνεύματος, των γενίτσαρων που επιφέρουν το λυκόφως της Ελλάδος; Που είσαι να κηρύξεις πάλι αυτό που έχομε απόλυτη ανάγκη, την «ομορφιά των εθνών», που είναι η ιδιοσυστασία του πολιτισμού τους; Να μας εξηγήσεις, όπως τόσο πειστικά το έκαμες στο έργο σου «Ελληνικός Πολιτισμός», ότι σκοπός του έθνους είναι ο πολιτισμός, ότι η πολυμορφία των τοπικών πολιτισμών είναι ο πλούτος της ανθρωπότητας, τα χίλια άνθη που ανθίζουν στο περιβόλι του Ανθρώπου;
Να μας εξηγήσεις ότι το κράτος ένα χρέος έχει, το να εξασφαλίζει όσο καλύτερα μπορεί το «άνθισμα του έθνους» (Ελλην. Πολιτισμός σελ. 69), να μας το εξηγήσεις σήμερα που το κράτος μας παραπαίει, που σκοπό έχει βάλει όχι πλέον τη σωτηρία του έθνους αλλά όλο πιο απροκάλυπτα την καταστροφή του έθνους του ίδιου του έθνους που εντέλλεται να διαφυλάξει! Σήμερα, που υπουργοί αυτού του έθνους, όπως ο Δικαιοσύνης Χατζηγάκης, ισχυρίζονται μέσα στην ίδια την Βουλή των Ελλήνων ότι το έθνος είναι από τη φύση του «επιθετικό» και «δεν εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα»(!) που μπορεί να υπάρχουν μόνο στον πολυπολιτισμό! Σήμερα, που ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Γ. Παπανδρέου θα πει στο Γαλλικό Ινστιτούτο κατά την παρουσίαση βιβλίου του Λιονέλ Ζοσπέν (Μάιος 2006) «ότι εάν βασίσουμε την ταυτότητα μας αποκλειστικά στη θρησκεία, την εθνική ή φυλετική καταγωγή, τότε επιλέγουμε κοινωνίες είτε θεοκρατικές, είτε βαθιά αυταρχικές, ρατσιστικές ή ακραία εθνικιστικές». (Εννοώντας ότι δήθεν μόνο στον πολυπολιτισμό μπορούμε να στηριχθούμε !)
Και ποιός έδωσε σ` όλους αυτούς τους καταστροφείς της εθνικής αρχής αξιώματα, ελευθερίες, βήμα για να εκφράζουν τις υποβολιμαίες διδαχές τους αν όχι το έθνος που υποσκάπτουν; Ποιος θεσμοθέτησε συντάγματα δημοκρατικά, νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία, ελευθερία λόγου, θρησκευτικών πεποιθήσεων, ελευθερία συναθροίσεων, ισότητα μπροστά στο νόμο, αν όχι το καταφρονημένο από τους άφρονες αυτούς έθνος;
Που είσαι, μεγάλε Έλληνα Ίωνα Δραγούμη να μας διδάξεις σήμερα πώς η παράδοση και η ιστορία κάνουν τα μέλη μιας φυλής έθνος (Ελλην. Πολιτισμός σελ. 89) και ότι το έθνος δημιούργησε το κράτος για να προστατεύεται μέσω αυτού, κι ότι το έθνος είναι μια οικογένεια από κοινότητες; («Οι Τρεις Προκηρύξεις» σελ. 151)
Η σεχταριστική μεταπρατική επιστήμη των Α. Λιάκου και ΣΙΑ επιδιώκει σήμερα να μας πείσει ότι το νέο κράτος του 1830 δημιούργησε εκ του μηδενός το ελληνικό έθνος. Αντιθέτως , ο ειδικός σε θέματα εθνογένεσης καθηγητής της Τυβίγγης Langewiesche και πολλοί άλλοι συνοψίζοντας τα αποτελέσματα της εγκυρότερης σύγχρονης έρευνας εξήγησαν πως το γερμανικό έθνος ως κοινότητα ανθρώπων κοινής καταγωγής προηγήθηκε βεβαίως κατά πολύ του κράτους που δημιουργήθηκε το 1870. Κατά πολλούς Γερμανούς ιστορικούς ένα έθνος είναι μια «κοινότητα πεπρωμένου» – Schicksalsgemeinschaft. (Αυτά σε σειρά δημοσιευμάτων του περιοδικού Spiegel αρχές του 2007.) «Είτε το θέλουμε είτε όχι», είπε ο καθηγητής Langewiesche, «καμία έξω από το έθνος αρχή δεν συγκίνησε τόσο τους ανθρώπους τα τελευταία 200 χρόνια ώστε να δίνουν και τη ζωή τους γι` αυτήν».
Αλλά τι πειράζει τον καθηγητή Α. Λιάκο αν σφάλλει ισχυριζόμενος ότι το κράτος δημιούργησε το 1830 το δήθεν ανύπαρκτο προηγουμένως ελληνικό έθνος; Ο Α. Λιάκος γνωρίζει ορθά κάτι γι` αυτόν πολύ σημαντικότερο, ότι το κράτος αν δεν εδημιούργησε, όμως είναι εις θέσην να καταστρέψει το έθνος. Αλλο η δημιουργία άλλο η καταστροφή. Σήμερα κι όλας. Δια της αφελληνισμένης παιδείας. Και δια του «πολυπολιτισμού» που στηρίζεται στη λαθρομετανάστευση.
Ο Ίωνας Δραγούμης είπε πως η ελληνική γη χρειάζεται χέρια να την δουλέψουμε, γιατί τα παιδιά της την αφήνουν και φεύγουν. Αν εξακολουθήσει αυτό, είπε το 1913 ο Ίων, θ` άρθουνε σίγουρα, σήμερα –αύριο, ξένοι να εκμεταλλευτούν τον τόπο μας («Τρεις Προκηρύξεις» σελ. 135).
Η προφητεία επαληθεύτηκε. Πιστή στα κελεύσματα της αυτοκρατορίας, η ελληνική ελίτ επέτρεψε και επιτρέπει την μαζική είσοδο ξένων στην ελληνική γη που ερημώθηκε μετά τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο 1946-9. Την ελληνική δε υπογεννητικότητα του 0,9% (μεγαλύτερη της Ευρώπης και από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως) θα υπεραναπληρώσουν, ευτυχώς, οι ελληνοποιημένοι ξένοι(!), όπως μας βεβαιώνουν οι μισέλληνες της διοίκησης, το «Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής» παρά τω υπουργείω Εσωτερικών, η «Κοινωνία Πολιτών» κλπ. Καμία βεβαίως ενίσχυση της ελληνίδας μητέρας και της ελληνικής οικογένειας δεν προβλέπεται από την εποχή Σημίτη και εντεύθεν. Προς τι άλλωστε να ενισχυθεί το επάρατο ελληνικό έθνος; Γι αυτό θέλουμε «πολυπολιτισμό», γι αυτό προωθούμε εποικισμό και συγκυβέρνηση της Ελλάδος με ξένους των Βαλκανίων της Ασίας και της Αφρικής γι αυτό προωθούμε την δημιουργία ενός υβριδικού πολιτισμού που δεν θα φέρει αντίσταση στην συρρίκνωση της ελληνικής επικρατείας, προς όφελος της Νέας Τάξης Πραγμάτων στην περιοχή και του Κεφαλαίου που δεν γνωρίζει πατρίδες; (οι Προλετάριοι έχουν πατρίδα, είπε ο σοφός Μάρξ, το Κεφάλαιο είναι που δεν έχει).
Τι πειράζει επομένως που ξένα δημογραφικά ινστιτούτα προβλέπουν συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού στα 2.5 εκατομμύρια για το 2050; Τι πειράζει που η εμπειρία ολόκληρης της Ευρώπης καταδεικνύει την συγκρουσιακότητα του πολυπολιτισμού, ή η εμπειρία και αυτών των ΗΠΑ επισημαίνει την καταστροφή του κοινωνικού κεφαλαίου; ( η πολύχρονη έρευνα του αριστερού καθηγητή του Χάρβαρντ Robert Putnam έδειξε καθίζηση της εμπιστοσύνης και κοινωνικότητας στα πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα). Τι πειράζει τελικά όταν διαφαίνεται η αδυναμία λειτουργίας της ίδιας της δημοκρατίας όταν άνθρωποι χωρίς κοινή ιστορική διαδρομή και στόχους για το μέλλον συμβιώνουν τεχνητά στο πάλαι ποτέ εθνικό έδαφος; (Ηabermas 2001). Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι Έλληνες, οι ιδιοκτήτες του εθνικού χώρου που δεν μπορούν να απαλλαγούν από την «έμμονη ιδέα» μιας δήθεν προνομιακής τους σχέσης με τον εθνικό χώρο που θεωρούν πατρίδα… Γι` αυτούς θα υπάρξει καταστολή και αλλοδαποί πραιτοριανοί στην αστυνομία και τον στρατό.
Γιατί να ακολουθήσουμε τους Γάλλους που προβαίνουν σε απελάσεις λαθρομεταναστών; Εμείς οι Έλληνες είμαστε ανθρωπιστές. Όχι βέβαια για τις άνεργες Ελληνίδες, αλλά για τις δεσποινίδες χωρίς χαρτιά από τη Sierra Leone.
Όχι για τους άνεργους έλληνες συνταξιούχους που φυτοζωούν με συντάξεις πείνας, αλλά για τους πεινασμένους που οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και οι δουλέμποροι φέρνουν από την Ασία. Όχι για τον έλληνα αγρότη που τα παιδιά του, όπως είδε ο Δραγούμης εγκαταλείπουν την ύπαιθρο για να γίνουν χαραμοφάηδες δήθεν ακαδημαϊκοί, αλλά για τους Αλβανούς εποίκους που θα κληρονομήσουν το ελληνικό χώμα. Η άφρων, δημαγωγική-ψηφοθηρική παροχή ανωτάτης παιδείας σε όλους αποστέρησε την ύπαιθρο από κατοίκους και την χώρα από παραγωγικές δυνάμεις γενικότερα, παρέχοντας έτσι έδαφος στα σχέδια της ελίτ για μετάλλαξη του έθνους σε πολυεθνοτικό προτεκτοράτο δια του λαθρομεταναστευτικού εποικισμού. Οι λαθρομετανάστες παρουσιάζονται έτσι ως αναγκαίο συμπλήρωμα της παραγωγικής τάξης της Ελλάδος που συρρικνώθηκε από την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και τις «ανώτερες σπουδές».
Πολύ ορθά παρατήρησε ο Ίων Δραγούμης ότι «οι αρχηγοί του έθνους είναι τις περισσότερες φορές οι μεγαλύτεροι μισέλληνες και εχθροί του»!! («Όσοι Ζωντανοί» σελ. 100). Πολύ ορθά είπε ακόμα πως το «Ρωμαίικο κυλά σ` ένα κατήφορο κατά τον εκμηδενισμό του» («Όσοι Ζωντανοί» σελ. 102)
«Ένα έθνος για να ζήσει», είπε ο Δραγούμης, «πρέπει να έχει ένα σκοπό και ένα πρόγραμμα, ειδεμή άλλο έθνος με πρόγραμμα θα βρεθεί να μας σαρώσει όλους».
(«Όσοι ζωντανοί»σελ.69)
Το τελευταίο αυτό ισχύει ακόμα, ενώ ταυτόχρονα γίνεται ορατός ο κίνδυνος το έθνος μας να πληγεί και εκ των ένδον: Από την πέμπτη φάλαγγα των γενιτσάρων και το αμέτρητο πλήθος των νεοεισαχθέντων αλλοδαπών εποίκων. Οι τελευταίοι έχουν γεννητικότητα πολλαπλάσια των Ελλήνων και δικαίωμα συνένωσης οικογενειών. Σε ελάχιστα χρόνια οι έλληνες θα γίνουν μειονότητα στην πάλαι ποτέ ελληνική επικράτεια. Οι φιλάνθρωποι και αισιόδοξοι συμπολίτες μας που ευελπιστούν ότι τα εκατομμύρια των ξένων θα «εξελληνιστούν» πέπρωται να απογοητευθούν, για τρεις λογούς : πρώτον διότι το ποσοστό των ξένων είναι απαγορευτικά υψηλό (πολύ μεγαλύτερο από τον μέσο όρο στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Δεύτερον διότι δεν υπάρχει πλέον, μετά την Γιαννάκου, Ρεπούση, Λιάκο, κτλ. Ελληνική παιδεία στα σχολεία. Υπάρχει αντ`αυτής «πολυπολιτισμική», συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα μισελληνική παιδεία. Τρίτον, διότι ο ίδιος «ελληνικός » μεταναστευτικός νόμος του Σημίτη του 2003 αποκρούει την αφομοίωση των μεταναστών ως συντηρητική ιδεολογία της Ευρώπης και αντ`αυτής θέτει ως στόχο της μεταναστευτικής πολιτικής της Ελλάδος την ανοχή και τον σεβασμό της «διαφορετικότητας» των μεταναστών με όλες τις εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές τους παραδόσεις – όλα τα στοιχειά αυτά προφανώς υπηρετούν όχι μια λογική αφομοίωσης, αλλά μια λογική εγκαθίδρυσης πολυπολιτισμού στην Ελλάδα. Με αλλά λόγια, την μετάλλαξη του εθνικού κράτους σε ουδετεροεθνές κρατικό μόρφωμα στην νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ποια άμυνα είναι υπό αυτούς τους όρους δυνατή κατά του ολοένα ενισχυόμενου εθνικισμού και ανθελληνισμού των από βορρά και ανατολών γειτόνων της Ελλάδος;
Για να εξηγούμεθα, μια τελευταία παρατήρηση: Κατά κανέναν τρόπο ας μην θεωρηθεί από οποιονδήποτε πως είμαστε εναντίον του μετανάστη γενικώς και αορίστως. Ποιος Έλληνας είναι άλλωστε;
Αυτό που ζητούμε, είναι μια εθνική μεταναστευτική πολιτική όπως αυτήν κάθε πολιτισμένου έθνους. Μια πολιτική που καθορίζει την μεταναστευτική ροή με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και που εγγυάται επίσης την ύπαρξη προϋποθέσεων και δομών για την ανθρώπινη, δημοκρατική και ισότιμη μεταχείριση του Ξένου.
Μια τέτοια ακριβώς υπεύθυνη εθνική μεταναστευτική πολιτική αρνούνται στην Ελλάδα οι ιθύνοντες. Και γνωρίζουμε γιατί: διότι γι` αυτούς δεν αποτελεί γνώμονα το εθνικό συμφέρον.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Κων/νος Π. Ρωμανός  (2008)

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Καργάκος Σ.- Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Η ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

 Ο Πολιτικὸς Παπαδιαμάντης καὶ ἡ Ῥωμηοσύνη

τοῦ Σαράντου Καργάκου


Ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος λογοτέχνης πεζογράφος ποὺ ἀνέδειξε ὁ ἑλληνικὸς χῶρος καὶ κόσμος ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ μέχρι σήμερα. Ἦταν ὅμως καὶ ποιητής. Ὄχι διότι ἔγραψε κάποια ποιήματα ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη ποιητικὴ πνοή. Ὅπως γράφω στὴ δίτομη ἱστορία μου τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόσμου (τόμ. Β´, σ. 531 - Οἱ παραπομπὲς γίνονται στὴν ἔκδοση Βαλέτα), ἡ ποιητικότητά του ἀποκαλύπτεται στὰ μεγάλα πεζογραφήματά του. Ἔκανε τὸν πεζὸ λόγο ποίηση. Ὡς κορυφαῖος πεζογράφος, λοιπόν, δὲν ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης ἕνας μονοδιάστατος συγγραφέας, πρωτίστως θρησκευτικός, ὅπως τὸν παρουσίασε μία κατηγορία θαυμαστῶν καὶ ἄλλη μία κατηγορία ἐπικριτῶν. Ἦταν ἕνας πολυεπίπεδος συγγραφέας, καὶ ὡς ἄνθρωπος μία σύνθετη προσωπικότητα, ἕνας ψυχικὸς συλλαβόγριφος, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἑρμηνευθεῖ, ἂν ἐξετασθεῖ ἀπὸ μία καὶ μόνο ὀπτικὴ γωνία. Κατ᾿ ἐμὲ ὁ Παπαδιαμάντης, χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ἀρνοῦμαι τὴ θρησκευτικότητα, τὸν θρησκευτισμό, τὸν ἐρωτισμό, τὴ φυσιολατρία, τὸν παγανισμὸ καὶ τὴν ψυχολογική του διεισδυτικότητα, εἶναι ἕνας μεγάλος κοινωνικὸς καὶ πολιτικὸς συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος πολιτικὸς συγγραφέας τῶν γραμμάτων μας, ὁ βαθύτερος μελετητὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς τῆς δικῆς του ἐποχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν μέχρι τῶν σημερινῶν κακῶν μας τῶν καιρῶν. Ὡς πολιτικὸς συγγραφέας ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι καὶ ὀξύτατος σατιριστὴς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐνόχλησε τότε, ὅπως ἐνοχλεῖ καὶ νῦν. Κι ἐπειδὴ οἱ πολιτικοὶ στοχασμοὶ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦσαν ἄκρως ἐνοχλητικοί, καθότι ἦσαν σωστοί, βρέθηκε καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ταμπέλα τοῦ «συντηρητικοῦ» καὶ τοῦ «ἀντιδραστικοῦ». Ἀλλ᾿ ὅμως κανεὶς προοδευτικὸς δὲν μᾶς ἔχει δώσει μὲ τόση περιγραφικὴ γλαφυρότητα τὴν εὐτέλειά τοῦ τότε καὶ νῦν πολιτικοῦ μας βίου στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ πέτυχε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ περίφημο ἀφήγημα «Οἱ Χαλασοχώρηδες», ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ συνέχειες στὴν Ἀκρόπολι τοῦ Γαβριηλίδη τὸν Αὔγουστο τοῦ 1892.
Εἶπαν κάποιοι ἀφελῶς τὸν Παπαδιαμάντη ἀπολιτικό, ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἀποδοκιμαστικὸς ἔναντι πολιτικῶν ἐκφράσεων τοῦ πολιτικοῦ βίου παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων ἐποχῶν. Ἡ ἄρνηση ὅμως μίας συγκεκριμένης πολιτικῆς πρακτικῆς, ποὺ μετατρέπει τὴν πολιτικὴ ἀπὸ ἄσκηση θυσίας σὲ ἄσκηση λῃστείας, δὲν συνιστᾷ ἔλλειψη πολιτικότητας. Τοὐναντίον, κανεὶς ἀπ᾿ ὅτι ἔχω ὑπόψη δὲν ὑπῆρξε τόσο ἀμείλικτα μαστιγωτικὸς κατὰ τῆς πολιτικῆς τῶν ἰσχυρῶν στὸ βαθμὸ ποὺ ὑπῆρξε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἐλέγχοντας τὴν πολιτικῆς τῆς πανίσχυρης Βενετίας, πού, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἦταν ὁ πλανητάρχης τῶν τότε καιρῶν, γράφει στὸ μυθιστόρημα «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Μὴ χάνεσαι τοῦ Γαβριηλίδη μεταξὺ τῶν μηνῶν Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἡ γενεολογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου καὶ διὰ τῆς …βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…».
Μετὰ ἀπὸ ἕναν τέτοιο στιγματισμό, πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὁ Παπαδιαμάντης ἀπὸ δημοπιθήκους καὶ δημοκόλακες σὰν ἀντιδραστικός; Ἀλλὰ σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται κατ᾿ ἐμὲ ἡ βαθειὰ πολιτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς ἀνθρώπου. Προτίμησε νὰ πεινάσει παρὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ὑποταχθεῖ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς πολιτικῆς. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε σὰν ζητιάνος ὄχι γιατὶ τοῦ ἄρεσε νὰ εἶναι Διογενικός, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἦταν ἀγαπητὸς στὸν πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ μικρόκοσμο τῆς Σκιάθου καὶ τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπείνασε, ὄχι γιατὶ δὲν ἐδούλεψε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν προσκύνησε κανέναν ἰσχυρὸ οὔτε τῆς πολιτείας, οὔτε τῆς ἐκκλησίας. Πρὸς ὅλους ἦταν ἐξ ἴσου αὐστηρὸς καὶ ὅπου ἔπρεπε ἦταν ἐπικριτικός. Αὐτὸ συνιστᾷ τὴ βαθύτερη πολιτικὴ οὐσία τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος λαϊκὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ – κι ὄχι γιὰ χρηματισμὸ – συνέταξε τὸ πρῶτο καταστατικὸ θεσσαλικοῦ ἀγροτικοῦ συλλόγου.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἀρνητικὸς ἔναντι τῆς τότε πολιτικῆς, διότι ἔβλεπε νὰ διαμορφώνεται ἕνας πολιτικὸς βίος ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας. Ὅπως πολὺ σωστὰ παρατήρησε ὁ Σπύρος Μελᾶς, «εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε, ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος». (Πρόλογος, στὴν ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» ἀπὸ τὸ Γ. Βαλέτα, τόμ. Α´, σ. 18). Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη σήμαινε πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ἀπέστεργαν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴ θρησκευτική της ἔκφραση. Γράφει στὸ περίφημο διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Ἀκρόπολι τὸ 1893, τὰ ἀκόλουθα σαρκαστικά, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν μυκτήριζαν γιὰ τὴν ἐμμονή του νὰ γράφει θρησκευτικὰ ἑορταστικὰ διηγήματα:
«Μὴ ῾θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ!᾿. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾿ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψης, ὅτι ὁ Χριστὸς ῾δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ᾿, καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς ῾προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως;᾿» (Β´, 109).
Ἰδοὺ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ πολιτικό μας πρόβλημα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ ἴδιο διήγημα λίγες γραμμὲς παρακάτω:
«Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! Ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἴμοι ἀνικανώτερον, ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος».
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει μία ὁλικὴ σύλληψη περὶ τοῦ Γένους. Δὲν τὸ βλέπει στὰ πλαίσια τῆς ἀπελευθερωμένης νότιας Ἑλλάδος. Γι᾿ αὐτὸν Γένος εἶναι τὸ ποίμνιο τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς πνευματικὴ κεφαλὴ τὴν Βασιλεύουσα καὶ τὸ ὁποῖο ἐν πολλοῖς παραμένει ἀλύτρωτο καὶ χρειάζεται χεῖρα βοηθείας, ποὺ δὲν εἶναι μόνο οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἐνίσχυση, ἀλλὰ πρωτίστως ἐνίσχυση πνευματική, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει ἀποκοπὴ ἀπὸ τὶς πάτριες ρίζες ἐν ὀνόματι κάποιου «ἐκσυγχρονισμοῦ», ποὺ καὶ τότε, ὅπως καὶ νῦν, ταλανίζει τὸ δύσμοιρο Γένος μας. Δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ὅποια ἐξέλιξη ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε ξεγράφει τὶς νεωτερίζουσες τάσεις. Ἁπλῶς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στὴν ἀρχὴ τοῦ «κάθε πρᾶγμα στὸν καιρό του». Καὶ γράφει:
«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλῃ νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἕως ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».
Ἡ θρησκεία ἦταν, γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ἡ πλατειὰ καὶ ἰσχυρὴ βάση πάνω στὴν ὁποία ὄφειλε τὸ Γένος νὰ στηρίξει τὴν πολιτική του. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης, κάνοντας μὲ τὰ λογοτεχνήματά του, τὴ δική του πολιτική, συμπυκνώνει τὸ πολιτικὸ/λογοτεχνικό του δόγμα στὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη. ῾Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείῃ ἡ γλῶσσα μου τῷ λαρυγγί μου, ἐὰν οὐ μὴ σοῦ μνησθῶ᾿» (Β´, 110).
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν τότε πολιτικὴ πραγματικότητα. Τίποτε ἀναληθέστερο ἀπὸ αὐτό. Τὴν παρακολουθοῦσε σὰν ἄγρυπνος Ἄργος καὶ ἀγωνιοῦσε γι᾿ αὐτό. Ἔγραφε στὴν Ἀκρόπολι τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1896, χρονιὰ τῆς τελέσεως τῶν Α´ Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ ῾στειρεύοντος πρίν, καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον;᾿.
Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.
Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος».
Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ὁ πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ἑλλὰς ζοῦσε τὸ πολιτικὸ μεθύσι ποὺ προσέφεραν οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες. Ἕνα χρόνο μετὰ ἦλθε ἡ ἐπονείδιστη ἧττα τοῦ 1897. Ὁ Παπαδιαμάντης, ἡ γλαῦξ ποὺ θρηνοῦσε ἐπὶ τῶν ἐρειπίων, εἶχε δικαιωθεῖ. Ἀλλὰ πόσοι ἀκοῦνε τὶς γλαῦκες τὶς τότε καὶ τῆς παρούσης ἐποχῆς; Φέτος μοῦ εἶχε ζητηθεῖ νὰ συμβάλω στὴ σύνταξη μίας πολιτικῆς προκηρύξεως. Ἀλλὰ δὲν ἔστερξα, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ἐνταχθῶ κομματικὰ πουθενά. Στὴν ἐφημερίδα ὅμως ὅπου ἀρθρογραφῶ ἔγραψα ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε σὲ μία προκήρυξη πολιτικὴ νὰ προσθέσω οὔτε τελικὸ νι στὰ ὅσα ἔγραψε σ᾿ ἕνα μελέτημά του περὶ κλήρου καὶ ἐκκλησίας τὸ 1896 ὁ Παπαδιαμάντης:
«Νὰ παύσῃ π.χ. ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἂν θέλῃ νὰ ἐγκληματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ νὰ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικᾶς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα οὔτε τοὺς Παπιστὰς καὶ οὔτε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἂς σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην».
Σφάλλουν ἀφαντάστως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ καιροῦ μας. Μὲ τὴν «Φόνισσα» θίγει καιρίως τὸ μέγα κοινωνικὸ πρόβλημα τῆς προῖκας, μὲ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», τὸ πρῶτο οἰκολογικὸ διήγημα τῆς λογοτεχνίας μας, θίγει τὸ πρόβλημα τῆς καταστροφῆς τοῦ περιβάλλοντος καὶ δι᾿ αὐτῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ἀσυλλήπτου δραματικότητος ἀφήγημα «Ὁ πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον» θίγει τὶς φοβερὲς πληγὲς τῆς χαρτοπαιξίας καὶ τῆς τοκογλυφίας, τὴν ὁποία, ὡς πολιτικὴ λέπρα στιγματίζει καὶ στὸ «Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», ἐνῷ στὸ πολὺ καυστικὸ «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Δεσπότη», δὲν διστάζει αὐτὸς ὁ θεοσεβὴς νὰ γίνει μαστιγωτὴς τῆς ὑποκριτικῆς καὶ ἄπληστης συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνώτερου κλήρου, ἢ τῆς σιμωνίας τὴν ὁποία φραγγελώνει ἀλύπητα στὸ ἀφήγημα «Ὁ ἀνάκατος», ὅπου εὐτόλμως ἐντὸς παρενθέσεως γράφει: «Ἐπειδὴ τότε ἀκόμα δὲν εἶχε ἀκριβήνει, πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ ἡ σιμωνία, καὶ δὲν εἶχαν διορίσει οἱ ῾῾δεσποτάδες᾿᾿, ἀνὰ τὸ θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσυγκέλλους ἐργολάβους, οἵτινες ν᾿ ἀπαιτοῦν ἑκατοστάρικα εἰς πᾶσαν τοιαύτην περίπτωσιν» (Ε´, σ. 122). Οὔτε νομίζω ὅτι ὑπάρχει κανεὶς στὴ λογοτεχνία της τότε ἐποχῆς ποὺ νὰ ἐστιγμάτισε τὸν ἀντιεβραϊσμὸ μὲ τόσο ἄρτιο λογοτεχνικὸ τρόπο ὅσο τὸ ἔπραξε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τελευταῖο ἴσως διήγημα τῆς ζωῆς του, «Ὁ ἀντίχτυπος τοῦ νοῦ», ποὺ τελειώνει μὲ τὴν καταπληκτικὴ καταπελτικὴ φράση: «Μήπως οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶναι ἄνθρωποι; Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κλαίει». Ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ τελευταία της ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη γραμμή.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπέλεξε συνειδητὴ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴ δημοσιογραφία, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι κοντὰ στὴ φλεγμαίνουσα ζώνη τῆς πολιτικῆς λειτουργίας. Ἦταν μέσα στὴν ψυχὴ τῆς πολιτικῆς, ὅπως ἦταν καὶ μέσα στὴν οὐσία τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ προβολή. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἀκόμη ἡ πολιτικὴ τῶν λόγων, ἡ πολιτικὴ τοῦ θεάματος. Ἀπεχθανόταν τὸν λογοκοπικὸ δημαγωγισμό. Γράφει σ᾿ ἕνα μικρὸ ἀφήγημα τοῦ 1907, τὸ «Ἐπιμηθεὶς εἰς τὸν βράχον» τὰ ἀκόλουθα σωστὰ γιὰ τὶς προτιμήσεις τοῦ λαοῦ: «Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτό… τὸ προκόψαμε» (Α, 467). Καὶ ἂς μοῦ πεῖ ὁποιοσδήποτε «προοδευτικὸς» ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφέας μας ποὺ ἔθιξε τὸ πρόβλημα τῶν ναρκωτικῶν, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ ἀληθινὰ συγκλονιστικὸ ἀφήγημα «Κοινωνικὴ ἁρμονία», ποῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1906; Ποιὸς ἔθιξε πρῶτος τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πορνείας, ἂν ὄχι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τολμηρότατο γιὰ τὴν ἐποχή του «Τὸ Ἰδιόκτητο»; Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐρωτῶ πάντα ἐχέφρονα πολίτη, ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος λογοτέχνης μας, ποὺ ἐστιγμάτισε τὸν διχασμὸ ποὺ συνεπάγεται ὁ κομματισμός, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸ ἀνεπανάληπτο διήγημα «Τὰ δύο τέρατα», ποὺ γράφτηκε τὸ 1909; Ἀρκεῖ μόνο μία περικοπὴ ἀπὸ αὐτό: «Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας τὸ κόκκινον» (Ε´, 60). Ἕνας ἄλλος παπᾶς γιὰ νὰ μὴ ἐκτεθῇ ἐμφανῶς εἶχε ἁπλώσει στὸ μπαλκόνι του ὅλα τὰ κόκκινα κιλίμιά του, τάχα γιὰ νὰ ἀερισθοῦν!
Κάποιοι ἐπικριτὲς τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχουν παρατηρήσει ὅτι ὁ Σκιαθίτης πεζογράφος, κι ὅταν ἀκόμη ἀσχολεῖται μὲ τὴν πολιτική, εἶναι πάντα ἐπικριτικός, γιατὶ δὲν πιστεύει στὴν πολιτικὴ καὶ δὲν ἔχει ὅραμα πολιτικό. Ὅμως κι αὐτὴ ἡ παρατήρηση εἶναι λάθος φρικτό, ποὺ ἀδικεῖ τὸν Παπαδιαμάντη. Ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε καμμία δυσκολία νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ Χαριλάου Τρικούπη δύο φορές, δίνοντας μάλιστα τὸ καλύτερο κατ᾿ ἐμὲ πολιτικὸ πορτραῖτο τοῦ Μεσολογγίτη πολιτικοῦ. Εἶναι τόσο σπαρταριστὴ ἡ περιγραφὴ ποὺ μόνο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ζήσει τὸν Τρικούπη ἀπὸ πολὺ κοντὰ καὶ μετεῖχε τοῦ ἰδίου πολιτικοῦ ὁραματισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀποδώσει τόσο πιστά.
* * * * *
Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα ποὺ τὸ θεωρῶ θεμελιακὸ γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ ἰδεολογικοῦ χώρου τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀσφαλῶς ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας ἦταν σφοδρὸς πολέμιος τῆς μικροπολιτικῆς· εἶχε ὅμως ὅραμα μεγάλης πολιτικῆς; Στὸ βιβλίο μου Ξαναδιαβάζοντας τὴ «Φόνισσα», ποὺ κυκλοφορήθηκε τὸ 1987, προσπάθησα ἀπὸ πολλὲς γωνίες λήψεως νὰ φωτογραφήσω τὸ πολιτικὸ ὅραμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν βεβαίως τὸ ὅραμα ἑνὸς μεγάλου ἔθνους, ἀλλὰ πραγματωμένου μὲ ἄλλες μεθόδους καὶ ἄλλη ἰδεολογία ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἐπίσημα ἐξέφραζε ἡ πολιτικὴ τῆς Ἀθήνας. Ἡ πολιτικὴ τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἐκφραζόταν τότε καὶ μετὰ μὲ τὴν πρακτικὴ ἀποσπάσεως ἐδαφῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπερίσχυε ἡ πολιτικὴ παράδοση τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἐθνικὴ πολιτικὴ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὄχι πολιτικὴ ἀποσπάσεως ἀλλὰ κληρονομιᾶς. Οἱ Ἕλληνες, συνετὰ πολιτευόμενοι, θὰ ἦσαν οἱ φυσικοὶ κληρονόμοι τῆς καταρρέουσας ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἰδιοσυστασία του Ῥωμιός, ἔβλεπε τὸ ἐθνικὸ πρόβλημα μὲ μία εὐρύτερη προοπτική, ποὺ περιεῖχε ὅλους τους Χριστιανοὺς τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Ρωμιοσύνη του δὲν προσέκρουε στὴν Ἑλληνοσύνη του. Οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ μικρὰ ζύμη ποὺ θὰ ζυμοῦσε ὅλο τὸ φύραμα τῶν λαῶν καὶ θὰ τοὺς ἔδινε ἕνα ὅραμα πολιτικό. Ὁ Παπαδιαμάντης, κι ἂν δὲν ἦταν πολιτικός, ἔβλεπε ὡστόσο ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς μποροῦσε νὰ ἐκταθεῖ ἕως ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχε συμπαγὴς ἐθνολογικὴ βάση. Ἀντίθετα, ἡ ἰδέα τῆς Ρωμιοσύνης, ἐμπεριέχοντας καὶ τὴν ἑλληνοσύνη, εἶχε μία διάσταση εὐρύτερη, σχεδὸν οἰκουμενική. Δυστυχῶς, ὁ Δυτικισμὸς δὲν μᾶς ἐπέτρεψε νὰ διαμορφώσουμε μία ἀνατολικὴ πολιτικὴ – ἔστω κι ἂν στόχος μας πολιτικὸς ἦταν ἡ Ἀνατολή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης ἀποστρεφόταν τὴν τρέχουσα πολιτικὴ καὶ τὶς τότε ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἀξίες. Ἔβλεπε τοὺς ὁμοεθνεῖς του νὰ ἀγωνίζονται νὰ γίνουν μικροί, ἐνῷ ἡ ἱστορική τους ἀποστολὴ ἦταν νὰ γίνουν μεγάλοι. Βεβαίως 16 μῆνες μετὰ τὸ θάνατό του ἡ Ἑλλὰς εἶχε διπλασιασθεῖ ἐδαφικὰ καὶ δέκα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του εἶχε τριπλασιασθεῖ. Ἡ αὔξηση ὅμως αὐτὴ ἦταν στρατιωτικὴ κι ὄχι πολιτική, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Μεγάλη Ἰδέα πνίγηκε στὶς ὄχθες τοῦ Σαγγάριου καὶ στὶς ἀκτὲς τῆς Ἰωνίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως ἀργότερα ὁ Ἴων Δραγούμης, ἔβλεπε τὸ ζήτημα διαφορετικά. Μία ἄλλη χριστιανικὴ αὐτοκρατορία θὰ διαδεχόταν τὴ μουσουλμανικὴ καὶ θὰ ἔδινε νέα πνοὴ στοὺς ὑποταγμένους λαούς, μηδὲ τῶν Σλάβων, τῶν Ἀλβανῶν καὶ τῶν Μουσουλμάνων ἑξαιρουμένων. Δὲν φοβόταν τὴν Ἀνατολὴ ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε τὸ Βορρᾶ, φοβόταν τὴ Δύση γιὰ τὶς μικρὲς ἀξίες ποὺ προωθοῦσε στὸ χῶρο μας, ἀξίες ποὺ ἔκαναν τὸν Ἕλληνα ἀπὸ λαϊκὸ ἄρχοντα καὶ λαϊκὸ νοικοκύρη νὰ γίνεται μικρόψυχος καὶ χρηματόφιλος ἀστός. Ἕνα κλάσμα ἀνθρώπου.
Σὲ ἕνα μικρὸ – σχεδὸν ἐλάχιστο – ἀφήγημα ποὺ ἔγραψε τὸ 1907, ὑπὸ τὸν περίεργο τίτλο «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», ὑπάρχει σὰν καταληκτικὴ ἡ καταπληκτικὴ ἐρωτηματικὴ φράση:
- «Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι
Ἰδού, λοιπόν, τὸ πολιτικό μας πρόβλημα, ὅπως τὸ ἔθεσε τότε καὶ γιὰ τώρα ὁ Παπαδιαμάντης· γιατὶ τὸ ἐρώτημα τοῦτο παραμένει καὶ τώρα ἐπίκαιρο


Εἰσήγηση μὲ τίτλο «Ὁ Πολιτικὸς Παπαδιαμάντης» ποὺ παρουσιάστηκε στὸ διήμερο Συνέδριο ποὺ ὀργάνωσε στὴν Παλαιὰ Βουλὴ ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἑλλάδος ἐπ᾿ εὐκαιρία συμπληρώσεως 150 χρόνων ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὶς 25 καὶ 26 Μαΐου 2001.