Share |

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Χ. Γιανναράς-Ερωτική πρόσβαση σε «νόημα»

Posted: 27 Dec 2012 11:43 AM PST
Tο αν ο Θεός έγινε άνθρωπος δεν είναι είδηση δημοσιογραφική. Yπάρχουν δεδομένα της πραγματικότητας που δεν γνωστοποιούνται με πληροφόρηση ούτε με συλλογιστική ανάλυση.
Xιλιάδες άνθρωποι, κάτοικοι Aθηνών, βλέπουν κάθε μέρα μπροστά τους τον Παρθενώνα. Eχουν την πληροφόρηση ότι είναι σπουδαίο μνημείο Tέχνης, μοναδικό στην ανθρώπινη Iστορία. Δεν ξέρουν γιατί. Δεν υποψιάστηκαν ποτέ ότι σαρκώνει «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης των υπαρκτών και της συνύπαρξης. Tο νόημα που οι Eλληνες ψηλαφούσαν στη συμπαντική αρμονία και τάξη: στον «κόσμο» – κόσμημα.
Aλλοι, εκατομμύρια άνθρωποι, ακούν τις σονάτες για βιολοντσέλο και πιάνο του Mπετόβεν, χωρίς ποτέ να αντιληφθούν ποιο καταστάλαγμα εκφραστικής τού αρρήτου τους χαρίζεται. Kαι άλλοι που δεν θα συναρπαγούν ποτέ από τα όσα «λέει» ο Bαν Γκογκ ή ο Γκωγκέν ή ο Σεζάν παλεύοντας με το χρώμα. H αλήθεια της ζωγραφικής τους, η αλήθεια της μουσικής του Mπετόβεν, η αλήθεια της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα, δεν μπορούν να γίνουν είδηση δημοσιογραφική.
Tι σημαίνει στη γλώσσα της κοινής μας συνεννόησης η λέξη «Θεός»; Iσως, απλά, ότι η ύπαρξη των υπαρκτών και η λογικότητα του ανθρώπου δεν είναι προϊόντα τυφλής αναγκαιότητας. Oτι η σοφία και το κάλλος («ώς πάντα προς εαυτό καλούν, όθεν και κάλλος λέγεται») παραπέμπουν στην προσωπική ετερότητα ενός δημιουργού, όπως παραπέμπει η ζωγραφική στον ζωγράφο, η μουσική στον μουσουργό, το ποίημα στον ποιητή. Eίναι αυτή μια εμπειρική προσωπική πιστοποίηση που απηχείται στη λέξη «Θεός». Δεν συνιστά είδηση, δεν μεταβιβάζεται ως πληροφορία.
H διαφαινόμενη ένδειξη είναι πάντως και στοιχειώδης λογική παραδοχή. Πάνω σε αυτήν χτίζει η ψυχολογική ανάγκη τη θρησκεία. Tο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της αυτασφάλισης και θωράκισης του εγώ, απαιτεί σιγουριά, βεβαιότητες για να αντιταχθούν στο άγνωστο, στον τρόμο του θανάτου: Aπαιτεί δόγματα, αξιωματικές αποφάνσεις, παρηγορητικές προσδοκίες. Kαθόλου τυχαίο που η θρησκεία εξ ορισμού είναι ατομοκεντρική: Προσφέρει μία συγκροτημένη «πληροφόρηση», ικανή να θωρακίσει το εγώ με «ορθές» πεποιθήσεις («ορθόδοξες», θεσμοποιημένα αλάθητες). Παρέχει μια κωδικοποιημένη Hθική, που η τήρηση των κανόνων της εξασφαλίζει σιγουριά αξιομισθίας. Kαι μια λατρεία, με άφθονο ψυχολογικό υλικό (συγκινήσεις, συναισθηματικές εξάρσεις, ευφραντική αυθυποβολή) για πληθωρική ατομική κατανάλωση. Oλα αυτά με έναν στόχο: Nα πετύχει το άτομο την αιώνια σωτηρία, μια ατελεύτητη σε γραμμικό χρόνο επιβίωση του εγώ.
Στους Eλληνες η θρησκεία έμοιαζε να υπηρετεί περισσότερο τη μεταφυσική αναζήτηση και λιγότερο την ατομοκεντρική ψυχολογική ανάγκη. Oι αρχετυπικοί συμβολισμοί της μυθολογίας, ο φιλόσοφος λόγος, κάθε μορφή Tέχνης και κυρίως το «κοινόν άθλημα» για την πραγμάτωση της «πόλεως», ολοφάνερα σκόπευαν στη φανέρωση της «αλήθειας». H θρησκευτική εικονολογία συχνά λειτουργούσε ως «γλώσσα» υπαινικτική αυτής της φανέρωσης. Γιατί η αλήθεια δεν ήταν ιδεολόγημα ή ψυχολόγημα. Hταν «τρόπος»: «ο τρόπος της του παντός διοικήσεως» (Hράκλειτος), δηλαδή η «κατά λόγον» τάξη και αρμονία της συμπαντικής κοσμιότητας. Kαι ο «τρόπος» δεν γνωρίζεται ως πληροφορία, ως είδηση. Mετέχεται, λέει ο μέγας Eφέσιος, τον γνωρίζουμε «κατά μετοχήν».
Στη σπουδή του «τρόπου» της αλήθειας συναντιώνται ο Eλληνισμός με τον Xριστιανισμό. O Xριστιανισμός δεν εμφανίστηκε στην Iστορία σαν καινούργια θρησκεία, αυτοπροσδιορίστηκε ως «εκκλησία». H εκκλησία των πολιτών στους Eλληνες ήταν η πραγμάτωση και φανέρωση του «τρόπου» της «πόλεως», τρόπου «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξης και συνύπαρξης. Tο ίδιο και η εκκλησία των Xριστιανών. Mόνο που στους Xριστιανούς ο «τρόπος» της αλήθειας δεν ήταν η νομοτελειακά δεδομένη αναγκαιότητα λογικής αρμονίας και τάξης του σύμπανος. Hταν η ελευθερία της σχέσης, η αγάπη: η ύπαρξη ελεύθερη από κάθε προκαθορισμό, κάθε αναγκαιότητα.
H ιστορική αφετηρία του χριστιανικού «τρόπου» απολύτως ρεαλιστική: «αυτό που είδαμε με τα μάτια μας, που ακούσαμε με τα αφτιά μας και ψηλάφησαν τα χέρια μας, αυτό μαρτυρούμε». Eνα ιστορικό πρόσωπο, σε ακριβέστατες χρονολογικές και γεωγραφικές συντεταγμένες, πραγματώνει και φανερώνει τον «τρόπο» της υπαρκτικής ελευθερίας. Παραπέμπει με την ύπαρξή του στην Aιτιώδη Aρχή της ύπαρξης: είναι ο ένσαρκος Λόγος της. Eυαγγελίζεται ως Aιτιώδη Aρχή μιαν ενσυνείδητη «προσωπική» ελευθερία, που υπάρχει επειδή θέλει να υπάρχει, και θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει.
Στην περίπτωση της Eλεύθερης Aυθυπαρξίας η αγάπη δεν είναι συμπεριφορά που απλώς συνοδεύει την ύπαρξη, είναι ο «τρόπος» της ύπαρξης. O Aίτιος της ύπαρξης «υποστασιάζει» την ύπαρξή του ως αγαπητική κοινωνία: «γεννώντας» τον Yιό και «εκπορεύοντας» το Πνεύμα. Δεν είναι η θεότητά του που τον κάνει ελεύθερα αυθύπαρκτο, είναι η πατρότητα. H θεότητα θα ήταν αναγκαστικός προκαθορισμός, η πατρότητα (αγάπη) είναι επιλογή του, η ελευθερία του.
Eλεύθερος από τη θεότητά του ο Θεός μπορεί να υπάρξει και ως άνθρωπος. Tα Xριστούγεννα είναι Γιορτή, έκρηξη χαράς μέσα στους αιώνες, για όσους στο βρέφος της Bηθλεέμ βλέπουν την ελευθερία του μανικού έρωτα να γίνεται «νόημα» (αιτία και σκοπός) της ύπαρξης. Στη φάτνη ψηλαφούν τον Θεό ελεύθερον από τη θεότητά του, στην Aνάσταση τον άνθρωπο ελεύθερον από την ανθρωπότητά του. Mε τον «τρόπο» του έρωτα, τον τριαδικό «τρόπο», χαρίζεται και στον άνθρωπο των ποθητών το ακρότατο: Nα υπάρχει επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και να θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει.
«Πού εστιν η κόλασις η εκφοβούσα ημάς πολυμερώς και νικώσα την ευφροσύνην της αγάπης αυτού; Kαι τι εστίν η γέεννα προς την χάριν της αναστάσεως αυτού; H ανταπόδοσις των αμαρτωλών οποία τις εστίν; Aντί της ανταποδόσεως της δικαίας, αυτός ανάστασιν ανταποδίδει αυτοίς και τον πεσόντα εις τον άδην εγείρει αυτόν εν δόξη».
Oι ερωτευμένοι τον Nυμφίο Θεό, συναγωγή αγίων, εκκλησία εκφρόνων. Aσχετοι με τη «βιο»-λογική της θρησκείας: την αλλοτρίωση της ζωτικής δίψας σε χρησιμοθηρία ξύλινης κηρυγματικής κενολογίας, σε αλτρουισμό κοινωφελών συσσιτίων, σε χρυσοστόλιστες στολές ανύπαρκτης εξουσίας, σε περιδεή ειδωλοποίηση του κότσου, της γενειάδας, του τούρκικου τσουμπέ. Πίσω από την παντοδαπή καταστροφή σήμερα της ελληνώνυμης κοινωνίας μας χαίνει αβυσσαλέο το κενό «νοήματος» του βίου και της συμβίωσης: η αλλοτρίωση της Eκκλησίας σε «επικρατούσα θρησκεία», ατομοκεντρική. Γι’ αυτό και τα Xριστούγεννα φτηνή φιοριτούρα, να μασκαρευτεί το κενό.

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Virvidakis emeseth

Το Είναι και το Φαίνεσθαι στη ζωή και την Τέχνη

Patrida Rodiths

Το Είναι και το Φαίνεσθαι στη ζωή και την Τέχνη

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ι. Δ. Ζηζιούλα

O Χρήστος Γιανναράς μιλά για το βιβλίο του "Έξι Φιλοσοφικές Ζωγραφιές" - Εκδόσεις Ίκαρος

http://www.palmografos.com/permalink/14011.html
 


"Ξεκίνησα από την συνειδητοποίηση της σημασίας του αποφατισμού. Ήταν το κλειδί για την αποφυγή της διολίσθησης στον σχετικισμό, στον αγνωστικισμό, κλειδί για να περισωθεί η προτεραιότητα εμπειρικής επαλήθευσης της γνώσης. Όρισα τον αποφατισμό: Είναι η άρνηση να εξαντλήσουμε τη γνώση στη διατύπωσή της. Άρνηση να ταυτίσουμε την κατανόηση των σημαινόντων με τη γνώση των σημαινομένων…". Ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, δίδει στην Κρυσταλία Πατούλη, μία «σύνοψη εισαγωγική και πάντως αυτεξεταστική», για το βιβλίο του «Έξι Φιλοσοφικές Ζωγραφιές» των εκδ. Ίκαρος.


«…Αναζήτησα την ιστορική αφετηρία του αποφατισμού. Την εντόπισα στην Αρχαία Ελλάδα: Αρχή σαφέστατα εκφρασμένη από τον Ηράκλειτο, αυτονόητα προϋποτιθέμενη στη σύνολη αρχαιοελληνική γραμματεία.

Είδα τις επιπτώσεις της αποφατικής αρχής στη γλώσσα της Τέχνης, αρχαιοελληνικής και ελληνοχριστιανικής («βυζάντινής»). Την είδα ως τον παράγοντα που ενοποιεί την εκφραστική, της χαρίζει λειτουργική, γνωστοποιό ομοτροπία – από το άγαλμα και την Εικόνα ως την αρχιτεκτονική και τη δραματουργία, ως και την «πολιτική τέχνην».

Οδηγήθηκα στον εντοπισμό του ελληνικού κριτηρίου επαλήθευσης της γνώσης: στην κοινωνική επαλήθευση – καθ’ ό,τι αν κοινωνήσωμεν αληθεύομεν, ά δε αν ιδιάσωμεν ψευδόμεθα.

Η γνώση είναι εμπειρική, η εμπειρία επαληθεύεται όταν κοινωνείται, ο τρόπος κοινωνίας της εμπειρίας είναι η γλώσσα.

Η γλώσσα λειτουργεί συμβολικά: συν-βάλλει, βάζει - μαζί, συντονίζει τις ατομικές εμπειρίες, καλεί – προκαλεί σε μετάβαση από το νοητικό σημαίνον στο εμπειρικό σημαινόμενο.

Η γνώση αληθεύει όταν, μέσω των σημαινόντων του γλωσσικού κώδικα ή όποιας άλλης εκφραστικής τέχνης κοινωνείται (υπό πάντων μετέχεται ενικώς) η εμπειρία γνώσης του σημαινομένου.

Προσδιόρισα ποιαν οντολογία προϋποθέτει στην Αρχαία Ελλάδα, η κοινωνική επαλήθευση ως γνωσιοθεωρητική αρχή: Η αλήθεια της γνώσης συνάγεται από την αλήθεια της ύπαρξης.

Η γνώση αληθεύει όταν κοινωνείται, επειδή η μόνη υπαρκτή πραγματικότητα, που ο αρχαίος Έλληνας εμπειρικά πιστοποιεί ότι αληθεύει (δεν μεταβάλλεται, δεν φθείρεται, δεν πεθαίνει), είναι κοινωνούμενη: Είναι ο «ξυνός (κοινός) λόγος», ο λόγος – τρόπος της ύπαρξης και της συνύπαρξης των υπαρκτών, της δεδομένης μορφής κάθε υπαρκτού και της συνολικής διαμορφωσης των υπαρκτών.

Τα επιμέρους υπαρκτά είναι μεταβλητά, φθαρτά και θνητά, ενώ ο λόγος – τρόπος της ύπαρξής τους (το είδος, η μορφή τους), όπως και ο λόγος – τρόπος της συνύπαρξής τους (η αρμονία και κοσμιότητα των μεταξύ του σχέσεων) είναι αμετάβλητες, άφθαρτες, αθάνατες σταθερές.
Η λογικότητα των ειδών και των σχέσεων (συνάφειας) των υπαρκτών, ο «ξυνός (κοινός) λόγος», συγκροτεί τον τρόπον της του παντός διοικήσεως: τη συμπαντική κοσμιότητα (τάξη, αρμονία, κάλλος).

Είναι το αιώνιο στοιχείο της πραγματικότητας και ως αιώνιο είναι και το πραγματικά υπαρκτό (το όντως ον) – ο λόγος-τρόπος της αλήθειας, το κριτήριο του αληθεύειν.
Διασάφησα τον αποφατισμό ως το κύριο γνώρισμα της αρχαιοελληνικής γνωσιολογίας και τη σύνδεση αυτής της γνωσιολογίας, του εμπειρικού χαρακτήρα της, με την οντολογία των αρχαίων Ελλήνων.

Ο τρόπος για να διακρίνουμε το σωστό από το λάθος, την έγκυρη γνώση από την ψευδή γνώση, συνάγεται στην ελληνική παράδοση από την οντολογία: από την εμπειρία της άμεσης σχέσης με το πραγματικά υπαρκτό, την ψηλάφηση του τρόπου του όντως όντος.

Η γνωσιολογία και η ηθική των Ελλήνων αντλούνται από την οντολογία τους.

Έδειξα ωστόσο πως όταν αλλάζει η οντολογία (η κοινή εκδοχή του πραγματικά υπαρκτού) δεν αλλάζει οπωσδήποτε όταν αλλάζει η γνωσιολογία (η κοινή εκδοχή του τρόπου επαλήθευσης της γνώσης).

Με την αποδοχή από τους Έλληνες του χριστιανικού ευαγγελίου, το πραγματικά υπαρκτό δεν είναι πια η ανερμήνευτη (νομοτελειακή δίκην ειμαρμένης) λογικότητα που αναδείχνει το σύμπαν σε «κόσμον» - κόσμημα αρμονίας και κάλλους.

Τρόπος του όντως υπαρκτού είναι τώρα η ελευθερία της ύπαρξης από κάθε προκαθορισμό, από κάθε αναγκαιότητα δεδομένου λόγου-τρόπου φύσεως ή ουσίας.

Η ιστορική συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού (τρόπου του αληθεύειν, τρόπου της Τέχνης, τρόπου της πολιτικής, τρόπου ιεράρχησης των αναγκών) εξασφαλίζεται με τη συνέχιση της πιστότητας στην αποφατική γνωσιολογία, παρά το γεγονός ότι με τον εκχριστιανισμό των Ελλήνων αλλάζει η οντολογία, δηλαδή η νοηματοδότηση της ύπαρξης και της πράξης.

Κατέθεσα (ως πρόταση ερμηνευτική, υποκείμενη σε επαλήθευση ή διάψευση) την πιστοποίηση του ενιαίου χαρακτήρα (χάρη στην αρχή του αποφατισμού) της γνωσιοθεωρίας των Ελλήνων, σε μια ιστορική διάρκεια από τον Ηράκλειτο ως τον Γρηγόριο Παλαμά – διάρκεια και συνέχεια ενοείδειας του ελληνικού πολιτισμού.
Η κατάθεσή μου είναι οπωσδήποτε ασύμπτωτη με την αξιωματική βεβαιότητα που παρήγαγα, ήδη από τον σκοτεινό της Μεσαίωνα, η Δύση: Ότι στην Αρχαία Ελλάδα γεννήθηκε η ατομοκεντρική νησιαρχία, που θαυμαστά την συνέχισε και την αξιοποίησε η Μετα-Ρωμαϊκή Δύση.

(Συγχέουν ως σήμερα οι Δυτικοί τον ορθολογισμό, δηλαδή τη λογική μέθοδο, τις προϋποθέσεις του ορθώς διανοείσθαι που έχει στόχο το ορθώς κοινωνείν, το συγχέουν με την ατομοκεντρική νοησιαρχία: τον πρωτογονισμό της ανάγκης για «νοητά είδωλα», για θωράκιση του εγώ με «αντικειμενικές» βεβαιότητες ατομικής νοητικής σύλληψης.)

Η ατομοκεντρική γνωσιολογία παράγει στη Μετα-Ρωμαϊκή Δύση (The Barbarian West) έναν πολιτισμό με αντεστραμμένους τους ελληνικού όρους – παράγει τρόπους της Τέχνης, τρόπους της πολιτικής, τρόπους ιεράρχησης των αναγκών, στους αντίποδες των ελληνικών.

Αναπότρεπτα η ατομοκεντρική γνωσιολογία αλλοιώνει στη Δύση και την οντολογία του χριστιανικού ευ-αγγελίου, ξαναγυρίζει στην «πενία του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού», στην εκδοχή των υποστάσεων ως «εσωτερικών σχέσεων» της ουσίας – στο Filioque.

Στον Heidegger συνάντησα τη συνεπέστερη ανατροπή της νοησιαρχικής πρόσβασης στον οντολογικό προβληματισμό – πρόσβασης που κυριάρχησε στη Δύση, από τον Αυγουστίνο ως και τον Hegel, τουλάχιστον.

Κατέδειξε ο Heidegger τα οντολογικά αδιέξοδα της νοησιαρχίας παραμένοντας εγκλωβισμένος στον γνωστικό ατομοκεντρισμό που την γέννησε.
Δεν διέκρινε ποτέ, παρά την εκπληκτική ελληνομάθειά του (όπως άλλωστε και τόσοι άλλοι κορυφαίοι Ελληνιστές στη Δύση), την ελληνική εμμονή στον αποφατισμό. Γι’ αυτό και η έντιμη δική του εμμονή στην άρνηση των «νοητών ειδώλων» τον οδήγησε σε συνεπή αγνωστικισμό, σε επαλήθευση της οριστικής αγνωσίας μέσω της απουσίας ως υπαρκτικής εμπειρίας, με κατάληξη τον μηδενισμό κάθε «νοήματος» του υπάρχειν.

Αλλά η φιλοσοφικά συνεπής μηδενιστική οντολογία του Heidegger ήταν για μένα μία γόνιμη πρόκληση. Αν η νοησιαρχία των θεολόγων – φιλοσόφων της Δύσης οδήγησε αναπόφευκτα στον μηδενισμό, στον «θάνατο του Θεού» που οξυδερκέστατα διέγνωσε ο Nietzshe, o ελληνικός αποφατισμός θα μπορούσε άραγε να οδηγήσει σε μια συνεπή φιλοσοφικά και εμπειρικά προσβάσιμη οντολογία με βάση τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας;

Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν συστηματοποιήθηκε ποτέ σε φιλοσοφικά συνεπή πρόταση οντολογικής ερμηνείας του υπαρκτού – ίσως η επίγνωση του κινδύνου διολίσθησης στην ειδωλοποιητική νοησιαρχία να λειτούργησε αποτρεπτικά.

Όμως κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία μια οντολογική οπτική, συγκεκριμένη πρόταση νοήματος της ύπαρξης και των υπαρκτών.

Αναζητώντας την παραλληλία (ή μεθοδική αναλογία) με τους όρους Είναι (Etre) και Mηδέν (Neant) της αντίστοιχης προσπάθειας του Sartre – η μελέτη αντιπροσωπευτικών κειμένων μαρτυρίας της εκκλησιαστικής εμπειρίας με οδήγησε στους όρους Πρόσωπο και Έρως:

Να τους κατανοήσω ως κλειδιά ή συγκεφαλαιώσεις της οντολογίας που θα μπορούσε να συναχθεί από την οπτική της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Να συναχθεί και να συναχθεί οντολογική πρόταση με την μεθοδολογική αυστηρότητα και συνέπεια του χαϊντεγγεριανού εγχειρήματος – συνέπεια ως προς την κάλυψη κάθε πτυχής του οντολογικού ερωτήματος και αυστηρότητα ως προς τον εμμονή στη γνωσιοθεωρητική αρχή «κοινωνικής επαλήθευσης» των απαντητικών προτάσεων, αρχή εμπειρισμού.

Το πρόσωπο δηλώνει την έλλογη αυτοσυνείδηση υπαρκτική υπόσταση της ελευθερίας – ελευθερίας από κάθε αναγκαιότητα της ύπαρξης: οριστικό προκαθορισμό, προϋπάρχοντα λόγο-τρόπο ουσίας ή φύσεως.

Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας παραπέμπει σε Αιτιώδη Αρχή του υπαρκτού προσωπική, δηλαδή ελεύθερη από την αναγκαιότητα να υπάρχει, ελεύθερη από προκαθορισμό θεότητας – προκαθορισμό να υπάρχει με τον τρόπο μια δεδομένης θείας φύσης ή ουσίας.

Η μαρτυρία παραπέμπει στην εμπειρία της παρουσίας συγκεκριμένου ιστορικού προσώπου, Ιησού του από Ναζαρέτ, που η ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης (βεβαιωμένη από πλήθος κοινά πιστοποιημένων «σημείων» της βιοτής του) υπεμφαίνει την ελευθερία του Θεού από τη θεότητά του: την ελευθερία της αγάπης του που ταυτίζεται με τον τρόπο της ύπαρξής του και κάνει δυνατή την ενανθρώπησή του, χωρίς τροπή ή αλλοίωση του Είναι του.
Η αγάπη, ως αιτιώδης αρχή του υπαρκτού, δεν είναι ιδίωμα της συμπεριφοράς, είναι τρόπος υπάρξεως.

Και αυτός ο τρόπος που είναι θελημένος και όχι δεδομένος, όχι αναγκαστικός, η ύπαρξη ως αυτοαιτία, δηλώνεται, στη σχετικότητα του γλωσσικού μας κώδικα, με τρία ονόματα: Πατήρ, Υιός, Πνεύμα.

Και τα τρία δηλώνουν την ύπαρξη όχι ως ατομικότητα αλλά ως σχέση, δηλώνουν την Αιτιώδη Αρχή του υπάρχειν ως αγαπητική – ερωτική υπαρκτική κοινωνία τριών προσώπων.

Η αγάπη που δεν είναι τρόπος ατομικής συμπεριφοράς αλλά τρόπος υπαρκτικής ελευθερίας, τρόπος να πραγματώνεται η ύπαρξη κοινωνούμενη, δηλώνεται ακριβέστερα με τη λέξη έρως.

Ο έρως διασώζει τον εκ-στατικό χαρακτήρα της αγάπης, την έκ-σταση στην πρωταρχική της σημασία (από το εξ-ίσταμαι, έξω-ίσταμαι, βγαίνω από το εγώ μου, ελευθερώνομαι από τις αναγκαιότητες που καθορίζουν τη φυσική μου ατομικότητα).

Με τους όρους Πρόσωπο και Έρως συγκρότησα μια πρόταση συνεπούς και μεθοδικής απάντησης στο οντολογικό ερώτημα, πρόταση προσωποκεντρικής οντολογίας, οντολογίας προσώπου.

Γινόταν αμέσως φανερό ότι αυτή η οντολογία, βασισμένη στον εμπειρικό ρεαλισμό του αποφατισμού, απαντούσε και σε ένα δεύτερο βασικό, αλλά αδιέξοδο αίτημα της φιλοσοφικής αναζήτησης: στο αίτημα κριτικής επαλήθευσης των οντολογικών προτάσεων.

Ο Kant απέκλεισε το ενδεχόμενο κριτικής (εμπειρικά επαληθεύσιμης) πρόσβασης στην υπαρκτική πραγματικότητα καθεαυτήν, απέκλεισε μια κριτικά επαληθεύσιμη απάντηση στο οντολογικό ερώτημα.

Οι φιλοσοφικές «μεταφυσικές» ή «απόλυτες» αλήθειες, είπε, προκύπτουν από αναλυτικούς και αναγωγικούς συλλογισμούς και συνιστούν «συνθετικές κρίσεις», δηλαδή λογικές δυνατότητες, όχι πραγματικότητες.

Λειτουργούν οι συνθετικές κρίσεις ως παράγωγα της ατομικής διάνοιας και νομιμοποιούνται με την εμπειρική επαλήθευση μόνο στο πεδίο της φυσικής ή μέσω της χρηστικής αναγκαιότητας στα μαθηματικά και στην Ηθική – ποτέ στη της υπαρκτικής πραγματικότητας καθεαυτήν.

Στα βιβλία Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας και Οντολογία της Σχέσης επιχείρησα να καταδείξω ότι ο αποκλεισμός που έθεσε ο Kant αίρεται στην περίπτωση της οντολογίας του προσώπου, της ερωτικής πραγμάτωσης και γνώσης του προσώπου.

Το οντολογικό περιεχόμενο της έννοιας σχέση (η σχέση ως τρόπος ύπαρξης και τρόπος γνώσης) είναι η μοναδική δυνατότητα να συγκροτηθεί μια συνεπής κριτική οντολογία, με αποκλεισμό των a priori αναγωγών και με εμπειρικά επαληθεύσιμη (κοινωνούμενη) γνωστική πρόσβαση στην υπαρκτική πραγματικότητα καθεαυτήν.

Νομίζω ότι υπέμνησα με την οντολογία του προσώπου ότι τόο η φύση όσο και η υπόσταση είναι λέξεις που δηλώνουν τρόπο της ύπαρξης: τον τρόπο μιας ομοείδειας (των υπαρκτών που έχουν κοινό το είδος) και τον τρόπο της ετερότητας (μορφικής μόνο ή και υπαρκτικής) κάθε επιμέρους υποστατικής πραγμάτωσης του κοινού είδους.

Ο τρόπος ενεργείται υπαρκτικά ως φύση και ως υπόσταση, είναι μια ενεργούμενη πραγματικότητα. Και κάθε ενέργημα είναι λόγος – φανέρωση της φύσης και της υπόστασης.

Αυτή η διάκριση είναι δεδομένη και συχνά επαναλαμβανόμενη στη γραμματεία που καταγράφει τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας.

Έδειξα ότι η διάκριση της φύσης και της υπόστασης από τις ενέργειες της φύσης που πραγματώνουν και φανερώνουν την υπόσταση, μπορεί να θεμελιώσει και μιαν οντολογία της Τέχνης:

Να απαντήσει στο ερώτημα, πώς και γιατί το έργο της Τέχνης είναι λόγος αποκαλυπτικός της προσωπικής (υποστατικής) ετερότητας του καλλιτέχνη, άμεση εμπειρική δυνατότητα σχέσης, δηλαδή γνωστικής ψηλάφησης του μοναδικού, ανόμοιου και ανεπανάληπτου χαρακτήρα της ύπαρξής του.

Με τις συντομογραφικές αυτές επισημάνσεις οριοθετείται, τουλάχιστον κατά πρόθεση, η οφειλόμενη στον αναγνώστη αιτιολόγηση του καβαφικού υπότιτλου στο εν λόγω βιβλίο («εκόμισα εις την Τέχνην).

Ελπίζω πληρέστερη αιτιολόγηση να συναγάγει ο αναγνώστης από την ανάγνωσή του.»

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).
Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.
Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.




από: Palmografos.com - O Χρήστος Γιανναράς μιλά για το βιβλίο του "Έξι Φιλοσοφικές Ζωγραφιές" - Εκδόσεις Ίκαρος
 
 

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Κωνσταντινίδου Ανθή



« ΓΩΝΙΑ  ΦΩΤΙΑ »

Σε όποιο κομμάτι της αγκαλιάς της κι αν βρεθείς, έξω απ’ ό,τι τ’ ανθρώπινα τα χέρια κατασκεύασαν, σε ένα δάσος ή την πλαγιά ενός βουνού, εξαϋλώνεσαι από τ’ ανθρώπινα, μετουσιώνεσαι στο περιβάλλον, ανάμεσα στις αχτίδες που βιάζονται να ξεπροβάλλουν μέσα απ’ τα κλαδιά, και εκείνες που τρέχουν να κρυφτούν πίσω απ’ τους κορμούς των δέντρων, παίζοντας με το τραγούδι των κρυσταλλένιων νερών. Στην πιο αρμονική συμφωνία της φύσης που ο νους δεν την χωράει, το βλέμμα δεν την χορταίνει, και είναι αδύνατο να την περιγράψουν οι λέξεις. Δεν είναι τόσο η ομορφιά που σε καθηλώνει. Είναι αυτό που κρύβει μέσα της. Η μελωδία που νιώθεις χωρίς να ακούγεται. Ο αέρας που υγιαίνει το πνεύμα. Είναι το ανέγγιχτο φως που περιβάλλει το: «έσω σώμα». Το πνεύμα το άϋλο, που ελευθερώνει  η ανερμήνευτη παρουσία της αποκάλυψης του Θεού! Και το ΕΓΩ που διαλύεται κι’ αφήνει μέσα του το ΕΙΜΑΙ!
Μένει η ακατάπαυστή παρουσία της προστασίας του προαιώνιου και «μηδέ γεννημένου» παρά μόνο ΥΠΑΡΧΟΝΤΟΣ ΥΨΙΣΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ.
Η προστασία της αλήθειας, της ισορροπίας, της αγαστής γνήσιας ποίησης.
Το ΕΙΜΑΙ του μέγιστου και του μηδαμινού.
Το ΕΙΜΑΙ του στίγματος και του σύμπαντος.
Το ΟΛΟΝ εκ των ΟΛΩΝ.
Εδώ γεννήθηκε η αυτογνωσία.
Σε τούτο τον ευλογημένο τόπο παραμένει μοναδική και η λέξη «ΦΙΛΟΤΙΜΟ», ως κτίσμα και κτήμα Ελληνικό. «Ο ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ» υιοθετήθηκε ως έννοια παγκόσμια, παρέμεινε όμως η αναγνώρισή του ως αυθύπαρκτη παρουσία ερχόμενη παράλληλα με την γέννηση της Ελλάδας. Γωνιά που φέγγει αυτόφωτα και φωτίζει αυτόβουλα. Γωνιά που καίει και εξοστρακίζει. Μάνα του θάρρους, πληγή του θράσους. Αγαπημένη και πονεμένη. Ζωή ατέρμονη, πηγή αστείρευτη, πανγέμιστη καρδιά, μα πιο πολύ ψυχή. Αυτή είναι η Ελλάδα! Η άσβηστη φωτιά που ζεσταίνει τον κόσμο. Το φως το απόκοσμο, η φλόγα η δυνατή και το ευλαβικό κερί. Η πυρκαγιά και ο λύχνος. Το χρυσάφι και ο βασιλικός. Η σύμπραξη των γεννημένων, και των αυθύπαρκτων. Ο ξύλινος Σταυρός και το πυρωμένο ατσάλι. Με Παναγιά και με Χριστό στο προσκεφάλι. Η γέννηση του φωτός από την νύχτα. Του Απόλλωνα από τη Λητώ. Η Δήλος, οι Δελφοί το ακροθαλάσσι του πελάγου κι’ γραφική ακρογιαλιά. Ο ακρογωνιαίος θεμέλιος λίθος, και το ακροκέραμο του απλοϊκού σπιτιού. Η συμπαντική αρμονία, που βαδίζει στα χνάρια των αρχαίων θεών.
Καμία  περιγραφή δεν επαρκεί αν δεν γίνει βίωμα η ομορφιά της γνησιότητας. Και την Ελλάδα δεν την βλέπεις, αν δεν την αισθάνεσαι. Σ’ αγγίζει όταν περπατάς, αιωρεί τα βήματα σου, μηδενίζει το χρόνο, σε μεταμορφώνει από οργανισμό φθαρτό, σε ΩΝ ανώτερο. Σε οντότητα. Γίνεσαι η δημιουργία και το προσάναμμα για την ανακάλυψη ενός νέου ορίζοντα, μιας καινούργιας αφετηρίας.
«Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα.
  Και θα αισθανθείς να φτερουγίζει μέσα σου
  Κάθε λογής μεγαλείο. Και θα είσαι ευτυχισμένος.» Δ. Σολωμός
            Όπου κι αν πάω, είσαι μαζί μου, γλυκεία πατρίδα. Είσαι μπροστά σε ό,τι βλέπω, ό,τι αγγίζω, ό,τι αισθάνομαι! Γωνιά απαρχής αυτού του κόσμου. Προστάτιδα αρχών, ήθους και αξιών. Γνώσης καθέδρα, σοφίας υπόμνημα, θέλησης, χρέους και αυταπάρνησης οδηγητής. Διδαγμάτων πίστης νουθετής, της αλήθειας φωτοδότης, πεμπτουσίας ιδρυτής.   

             Ποίος Έλληνας μπορεί να αδρανεί, παραμένοντας αδιάφορος όταν σε κομματιάζουν, πουλώντας τα κομμάτια σου στους αγοραίους του κόσμου, σε ασυνείδητους καιροσκόπους, σε προσκυνητές του μαμμωνά και μιναδόρους μισέλληνες!;
            Τέτοιες ώρες, τα λόγια του μοναχού Παϊσίου καλύπτουν με πληρότητα την ακουστική της ψυχής και του πνεύματος. Όταν στην δεκαετία του ‘80 προμύνευε το σήμερα, και μαρτυρώντας τους Σταυρωτές της Ελλάδας, η τοποθέτηση του ήταν αμετακίνητη: «Κάποτε θα ζητήσουν την εξαφάνιση του  Ελληνισμού, και της ορθοδοξίας. Τότε όλοι οι Έλληνας πρέπει να αντισταθούν. Η σιωπή εκείνες τις ημέρες θα ισοδυναμεί με συνενοχή.»!!
            Με το αύριο να σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο την σκέπη του σπιτιού μας η ανάγκη για σωτηρία, που είναι στα χέρια μας, γίνεται επιταγή και υποχρέωση. Αγώνας που δεν μπορεί να περιμένει.
Γιατί είμαστε Έλληνες!!
Γιατί αισθανόμαστε ελεύθεροι!!
Και γιατί:
«Σκλάβος είναι αυτός, που ελπίζει ότι θα έρθουν να τον ελευθερώσουν»!
                                                                                                            EZRA POUND 

 Κωνσταντινίδου Ανθή
Α’ ΣΠΙΘΑ ΠΕΙΡΑΙΑ